σάλασσα, ἡ, dor. statt ϑάλασσα, Alcman, s. Koen zu Greg. Cor. 300.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάλασσα — fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλασσα — ἡ, Α δωρ. προφ. τού θάλασσα … Dictionary of Greek
σαλασσῶν — σάλασσα fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)