- σάλπισμα
σάλπισμα, τό, Trompetenschall, das mit der Trompete gegebene Zeichen, Poll. 4, 86.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάλπισμα, τό, Trompetenschall, das mit der Trompete gegebene Zeichen, Poll. 4, 86.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάλπισμα — το, ΝΑ [σαλπίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαλπίζω, το να σαλπίζει κανείς, να παράγει ήχο ή να παίζει ένα μουσικό κομμάτι με την σάλπιγγα 2. ήχος που παράγεται, που βγαίνει από την σάλπιγγα 3. το παράγγελμα που δίνεται με την σάλπιγγα… … Dictionary of Greek
σάλπισμα — το, ατος 1. ήχος σάλπιγγας. 2. παράγγελμα που δίνεται με σάλπιγγα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek
αναπαυτήριος — ια, ιο (Α ἀναπαυτήριος και ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, ον) [ἀναπαύω] 1. ο κατάλληλος για ανάπαυση 2. το ουδ. ως ουσ. το αναπαυτήριο(ν) α) τόπος για ανάπαυση, ησυχαστήριο β) σάλπισμα που παραγγέλλει σιγή και ύπνο, σιωπητήριο (στα αρχ.… … Dictionary of Greek
εωθινός — ή, ό (ΑΜ ἑωθινός, ὸν) [ἕωθεν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυγή, που γίνεται την αυγή, ο πρωινός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εωθινό α) στρατιωτικό σάλπισμα που παραγγέλλει την πρωινή έγερση τών ανδρών, το εγερτήριο σάλπισμα β) εμβατήριο που… … Dictionary of Greek
φανφάρα — (Μουσ.). Οξύς ήχος τρομπέτας, που ηχεί σε επίσημες τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις και, γενικά, σε περιπτώσεις εξαιρετικής σημασίας. Xρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως προάγγελος σημαντικών γεγονότων από τον Μπετόβεν στον Φιντέλιο. Ο όρος… … Dictionary of Greek
ανακλητικός — ή, ό (Α ἀνακλητικός, ή, όν) [ἀνακαλῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάκληση* ή ο κατάλληλος γι αυτήν αρχ. 1. ο κατάλληλος για παρακίνηση, προτρεπτικός 2. αυτός που αποκαθιστά (την όρεξη, την υγεία κ.λπ.), τονωτικός, αναζωογονητικός 3. το… … Dictionary of Greek
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
βουκίνισμα — το (Μ βουκίνισμα) το σάλπισμα … Dictionary of Greek
βυκάνημα — βυκάνημα, το (Α) [βυκανώ] το σάλπισμα … Dictionary of Greek
διάνα — Θεά των Λατίνων, αντίστοιχη με την Άρτεμη των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν κόρη του Δία και αδελφή του Απόλλωνα. Το πιο γνωστό λατρευτικό της κέντρο, όπου λατρευόταν μαζί με έναν μυστηριώδη θεό ή ήρωα, τον Βίρμπιο, βρισκόταν στους πρόποδες του Αλβανού… … Dictionary of Greek