σάγαρις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγάρις — σαγάρῑς , σάγαρις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγαρις — άρεως και ιων. τ. γεν. ιος, ἡ, Α είδος όπλου, πιθ. διπλός πέλεκυς που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες κατά την εποχή τών Αχαιμενιδών, οι Αμαζόνες και ορισμένοι σκυθικοί λαοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το λατ. sagitta… … Dictionary of Greek
σαγάρει — σάγαρις fem nom/voc/acc dual (attic epic) σαγάρεϊ , σάγαρις fem dat sg (epic) σάγαρις fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγάρεις — σάγαρις fem nom/voc pl (attic epic ionic) σάγαρις fem nom/acc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγάρεσι — σάγαρις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαγάριος — σάγαρις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγαρι — σάγαρις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάγαριν — σάγαρις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
цагри — мн. огнестрельное оружие , азбуковн. (Мi. LР 1104). Вероятно, заимств. из вост. языков. Совершенно случайно созвучие с манси šagi̮rak топор , šagi̮ram рублю, бью , из которого Аристов (FUF Anz. 8, 96) пытался произвести даже античное σάγαρις… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Amazones — Pour les articles homonymes, voir Amazone. Amazone, fragment de mosaïque de pavement de Daphné (actuelle Turquie), 2e moitié du IVe … Wikipédia en Français