- σάχνος
σάχνος (s. σαυχμός), nach Galen. vulgärer Ausdruck für ψαϑυρὰ κρέα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάχνος (s. σαυχμός), nach Galen. vulgärer Ausdruck für ψαϑυρὰ κρέα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαχνός — και σακνός, ή, όν, ΜΑ 1. τρυφερός («σαχνὰ κρέα», Γαλ.) 2. ασθενής, αδύνατος, ισχνός («καὶ παλαμύδες ποταπές, σαχνὲς καὶ βρωμισμένες», Πρόδρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σαχνός και σακνός (πρβλ. σαυκρόν: σαυχμόν) έχουν συνδεθεί με τον ενεστ. σώχω, ιων. τ. τού … Dictionary of Greek
σαχνά — σαχνός tender neut nom/voc/acc pl σαχνά̱ , σαχνός tender fem nom/voc/acc dual σαχνά̱ , σαχνός tender fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαχνόν — σαχνός tender masc acc sg σαχνός tender neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροσαχνισμένος — ἀκροσαχνισμένος, η, ο(ν) (Μ) άπαχος, κάπως τρυφερός, τρυφερούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + σαχνὸς «αδύνατος»] … Dictionary of Greek
σακνός — ή, όν, Α βλ. σαχνός … Dictionary of Greek
σαχλός — ή, ό / σαχλός, ή, όν, ΝΜ άνοστος, ανούσιος, ανόητος νεοελλ. 1. αυτός που λέει άνοστα αστεία 2. αυτός που κάνει σαχλαμάρες μσν. πλαδαρός, μαλακός, γλοιώδης («ἄσπαστρον, ἄξυντον, σαχλόν, ἀνάλατον, βρωμιάριν», Πρόδρ.). επίρρ... σαχλά Ν με σαχλό… … Dictionary of Greek
σαχρός — ά, όν, Α ισχνός, ασθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού σαχνός] … Dictionary of Greek
ψαχνός — ή, ό, Ν 1. (για κρέας σφαγίου) αυτός που αποτελείται μόνο από σάρκα χωρίς κόκαλα ή λίπος 2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) το ψαχνό α) άπαχο κρέας σφαγίου χωρίς κόκαλα β) μτφ. το ουσιώδες μέρος μιας υπόθεσης («έλα στο ψαχνό») 3. φρ. α) «ο νους του στο… … Dictionary of Greek