- σάρδα
σάρδα, ἡ, eine Thunfischart, die bei Sardinien gefangen ward, Ath. III, 120 f. Vgl. σαρδίνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάρδα, ἡ, eine Thunfischart, die bei Sardinien gefangen ward, Ath. III, 120 f. Vgl. σαρδίνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάρδα — σάρδᾱ , σάρδα fem nom/voc/acc dual σάρδᾱ , σάρδα fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρδα — ἡ, Α είδος ψαριού, η σαρδέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ψάρι σάρδα, όπως και τα σαρδῖνος και σαρδίνη, πήραν την ονομ. τους από την Σαρδηνία (πρβλ. Σαρδώ), όπου κυρίως παστώνονταν αυτά τα είδη ψαριών] … Dictionary of Greek
σάρδας — σάρδᾱς , σάρδα fem acc pl σάρδᾱς , σάρδα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρδαι — σάρδα fem nom/voc pl σάρδᾱͅ , σάρδα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρδέων — σάρδα fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρδῶν — σάρδα fem gen pl σαρδάζω fut part act masc voc sg σαρδάζω fut part act neut nom/voc/acc sg σαρδάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρδη — σάρδα fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρδην — σάρδα fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρδης — σάρδα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρδίνη — η, ΝΑ λόγια ονομασία τής σαρδέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδα + επίθημα ίνη (βλ. λ. σάρδα)] … Dictionary of Greek
σαρδίνος — ὁ, Α η σαρδίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σάρδα με επίθημα ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ψαριών (πρβλ. κεστρ ῖνος, κορακ ῖνος, σαργ ῖνος), βλ. και λ. σάρδα] … Dictionary of Greek