- σάρκινος
σάρκινος, 1) von Fleisch, fleischern, Plat. Legg. X, 906 c. – 2) fleischig, wohlbeleibt; Arist. eth. 3, 12; Pol. 39, 2, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάρκινος, 1) von Fleisch, fleischern, Plat. Legg. X, 906 c. – 2) fleischig, wohlbeleibt; Arist. eth. 3, 12; Pol. 39, 2, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάρκινος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκινος — η, ο / σάρκινος, ίνη, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από σάρκα ή ο όμοιος με σάρκα, ο σαρκώδης («καὶ τὸ μὲν διφυὲς τοῡ στόματος παρίσθμιον, τὸ δὲ πολυφυὲς οὖλον σάρκινα δὲ ταῡτα», Αριστοτ.) μσν. φρ. «σάρκινος ἤτοι γυργαθός» πιθ. καλάθι, σαργάνη*… … Dictionary of Greek
σαρκίνων — σάρκινος of fem gen pl σάρκινος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκίνως — σάρκινος of adverbial σάρκινος of masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκινον — σάρκινος of masc acc sg σάρκινος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκίναις — σάρκινος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκίνη — σάρκινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκίνην — σάρκινος of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκίνης — σάρκινος of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκίνοις — σάρκινος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκίνου — σάρκινος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)