σάρι

σάρι

σάρι, τό, plur. σάρια, eine ägyptische Wasserpflanze; Theophr.; Plin. H. N. 13, 23; bei Hesych. σάριν, σάρον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σάρι — τὸ, Α είδος φυτού στην Αίγυπτο που αναπτυσσόταν σε υγρούς τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. σίσαρον*] …   Dictionary of Greek

  • σαρί — το, Ν ποικιλία τού φυτού τού καπνού, τής οποίας τα φύλλα έχουν πολύ έντονο κίτρινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για λ. τουρκικής προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • σαρίσας — σαρί̱σᾱς , σάρισα sarissa fem acc pl σαρί̱σᾱς , σάρισα sarissa fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρισῶν — σαρῑσῶν , σάρισα sarissa fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρίσαις — σαρί̱σαις , σάρισα sarissa fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρίσης — σαρί̱σης , σάρισα sarissa fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρίσῃ — σαρί̱σῃ , σάρισα sarissa fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρισα — σάρῑσα , σάρισα sarissa fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρισαι — σάρῑσαι , σάρισα sarissa fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρισαν — σάρῑσαν , σάρισα sarissa fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”