- σάρπη
σάρπη, ἡ, = σάλπη, v. l. bei Arist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάρπη, ἡ, = σάλπη, v. l. bei Arist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σάρπη — saupe fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρπη — ἡ, Α βλ. σάρπα (ΙΙ) … Dictionary of Greek
σαρπίον — τὸ, Α [σάρπη] υποκορ. τ. τού σάρπη … Dictionary of Greek
Kallithea, Lemnos — Kallithea (Greek: Καλλιθέα meaning great view), accented forms: Kallithéa and Kalithéa is a village in the Greek island of Limnos, and is the seat of Nea Koutali. Its 2001 population was 138 for the village and the municipal district. The older… … Wikipedia
σάλπη — Πεδινός οικισμός (670 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (40 τ. χλμ., 815 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, το Γλυκονέρι (145 κάτ., υψόμ. 30). * * * η, ΝΑ,… … Dictionary of Greek
σάρπα — (I) η, Ν βλ. εσάρπα. (II) και σάρπη, η, Ν βλ. σάλπη … Dictionary of Greek