- σημάντρια
σημάντρια, ἡ, fem. von σημαντήρ, Iambl. v. Pyth. 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σημάντρια, ἡ, fem. von σημαντήρ, Iambl. v. Pyth. 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σημάντρια — sign fem nom/voc sg σημάντριον sign neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημάντρια — και δωρ. τ. σαμάντρια, ἡ, Α 1. (ως θηλ. τού σημαντήρ), αυτή που οδηγεί 2. ως επίθ. αυτή που σημαίνει, που δίνει σήμα («σαμάντριαν πυρὸς ἰωάν», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω / σαμαίνω + επίθημα τρια τών θηλ. (πρβλ. υφάν τρια)] … Dictionary of Greek