σημαιο-φόρος

σημαιο-φόρος

σημαιο-φόρος, die Fahne tragend, Fahnenträger, signifer; Pol. 6, 24, 6; Plut. Galb. 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωφόρος — (I) ο βλ. ζωοφόρος (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος, σημαιο φόρος]. (II) η βλ. ζωοφόρος (ΙΙ). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζωοφόρος (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • θυρσοφόρος — θυρσοφόρος, ον (Α) αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιο φόρος, τροπαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • ιοφόρος — ἰοφόρος ον (Α) αυτός που έχει δηλητήριο, δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιός (ΙΙΙ) + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, σημαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφόρος — ον, Α αυτός που είναι περιβεβλημένος με σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φόρος* (< φέρω), πρβλ. σημαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”