σημαντήρ

σημαντήρ

σημαντήρ, ῆρος, ὁ, der ein Zeichen, einen Befehl giebt, Gebieter, Herr, Herrscher; ἄγραυλος, Hirt, Ap. Rh. 1, 375; κλήρου, Eigenthümer, 3, 1403. – Bei Ios. auch = Folgendem.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σημαντήρ — herdsman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαντῆρα — σημαντήρ herdsman masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαντῆρες — σημαντήρ herdsman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαντῆρι — σημαντήρ herdsman masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαντῆρος — σημαντήρ herdsman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαντῆρσι — σημαντήρ herdsman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαντήρων — σημαντήρ herdsman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… …   Dictionary of Greek

  • SEMANTERIUM — item SIMANTER apud S. Germanum in Theor. Semanterium obscure significat Angelorum tubas. Et, Simanter est veluti typus clavorum, quibus profoderunt manus et pedes Domini: ex Graeco σημαντήριον et σημαντὴρ; est instrumentum hastae longitudine,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • σημάντρια — και δωρ. τ. σαμάντρια, ἡ, Α 1. (ως θηλ. τού σημαντήρ), αυτή που οδηγεί 2. ως επίθ. αυτή που σημαίνει, που δίνει σήμα («σαμάντριαν πυρὸς ἰωάν», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω / σαμαίνω + επίθημα τρια τών θηλ. (πρβλ. υφάν τρια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”