- προς-οίγνῡμι
προς-οίγνῡμι (s. οἴγνυμι), dazu, dabei eröffnen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-οίγνῡμι (s. οἴγνυμι), dazu, dabei eröffnen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσοίγνυμι — Α ανοίγω και κάτι ακόμη («ἐξῆλθε δὲ ὁ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + οἴγνυμι «ανοίγω»] … Dictionary of Greek
επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… … Dictionary of Greek