- σημειωτός
σημειωτός, bezeichnet, ausgezeichnet; S. Emp. oft; M. Ant. 1, 17, v. l. σημειώδης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σημειωτός, bezeichnet, ausgezeichnet; S. Emp. oft; M. Ant. 1, 17, v. l. σημειώδης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σημειωτός — ή, ό(ν) / σημειωτός, ή, όν, ΝΑ [σημειῶ, ώνω] νεοελλ. 1. φρ. «βήμα σημειωτόν» ή, απλώς, «σημειωτόν» ρυθμική κίνηση τών ποδιών στο ίδιο σημείο, χωρίς μετακίνηση 2. φρ. «προχωρώ [ή κινοῡμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν» μτφ. έχω πολύ μικρή πρόοδο, προχωρώ … Dictionary of Greek
σημειωτός — ή, ό 1. σημειωμένος. 2. φρ., «βήμα σημειωτό», το να κινεί κάποιος τα πόδια του, να βαδίζει, χωρίς να προχωρεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημειωτά — σημειωτός signified neut nom/voc/acc pl σημειωτά̱ , σημειωτός signified fem nom/voc/acc dual σημειωτά̱ , σημειωτός signified fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημειωτόν — σημειωτός signified masc acc sg σημειωτός signified neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημειωταί — σημειωτός signified fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημειωτοῦ — σημειωτός signified masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημειωτῷ — σημειωτός signified masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημειωτικός — ή, ό / σημειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η σημειωτική α) γλωσσ. η σημειολογία β) ιατρ. παλαιός όρος για την συμπτωματολογία 2. φρ. α) «σημειωτικό σύμπτωμα» ιατρ. το σύμπτωμα που επιτρέπει την εντόπιση τής έδρας τής πάθησης ενός… … Dictionary of Greek
χριστοσημείωτος — ον, Μ εκκλ. αυτός πάνω στον οποίο είναι σημειωμένο το σημείο τού Χριστού, ο σταυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + σημειωτός (< σημειῶ, ώνω)] … Dictionary of Greek