σηκίτης

σηκίτης

σηκίτης, , im Stalle gefüttert, dah. jung, zart, Theocr. 1, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σηκίτης — σηκί̱της , σηκίτης kept in the fold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηκίτης — και δωρ. τ. σακίτας, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. (για αρνί ή κατσίκι) αυτός που φυλάσσεται στον στάβλο, αυτός που θηλάζει ακόμη 2. φρ. «ἀμνὸς σακίτας» μανάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα» + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σηκῖται — σηκίτης kept in the fold masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακάζω — Ν (διαλ. τ.) σταματώ το θήλασμα μωρού, απογαλακτίζω νήπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. (με διατήρηση τού αιολ. α αντί τού η τής αττικής) σχηματισμένος από το αρχ. σηκάζω (< σηκός «μάντρα»), πρβλ. σηκίτης* / σακίτης «αρνί που θηλάζει»] …   Dictionary of Greek

  • σακίτας — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. σηκίτης …   Dictionary of Greek

  • σακίταν — σᾱκί̱τᾱν , σηκίτης kept in the fold masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηκίται — σηκί̱τᾱͅ , σηκίτης kept in the fold masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηκίτην — σηκί̱την , σηκίτης kept in the fold masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”