σηκο-κόρος

σηκο-κόρος

σηκο-κόρος, 1) der den Stall reinigt, die Aufsicht über Stalle u. Heerden hat, Od. 17, 224; Poll. 7, 151. – 2) Aufseher einer Kapelle.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζάκορος — ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ) νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.) μσν. (το ουδ.) ζάκορον (κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα* + κόρος (< κορώ… …   Dictionary of Greek

  • ιεροκόρος — ἱεροκόρος, ὁ (Α) ο νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κόρος (< κορώ «καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος, σηκο κόρος] …   Dictionary of Greek

  • μυλοκόρος — ο (Α μυλοκόρος) αυτός που καθαρίζει τον μύλο ή την μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κόρος (< κορῶ «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος, σηκο κόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”