- προς-οίχομαι
προς-οίχομαι (s. οἴχομαι), hinzu-, hinangehen, ὀμφαλὸν χϑονός, Pind. P. 6, 4; – noch dazu, obendrein weggehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-οίχομαι (s. οἴχομαι), hinzu-, hinangehen, ὀμφαλὸν χϑονός, Pind. P. 6, 4; – noch dazu, obendrein weggehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εποίχομαι — ἐποίχομαι (Α) 1. πηγαίνω προς το μέρος κάποιου («αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς», Ομ. Οδ.) 2. (για θεούς) τιμώ με θυσία, τόν πλησιάζω με προσφορές («ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις», Πίνδ.) 3. επιτίθεμαι, προσβάλλω («ὁ δὲ Κύπριν… … Dictionary of Greek