σθεναρός

σθεναρός

σθεναρός, stark, kräftig, mächtig; Ἄτη σϑεναρή, Il. 9, 505; ἀελλάδων ἵππων σϑεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν, d. i. schneller, Soph. O. C. 468; βραχίων, Eur. El. 389; auch in sp. Prosa, λόγοι, S. Emp. adv. log. 2, 160; σϑεναρῶς συνάγειν, adv. phys. 1, 437.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σθεναρός — strong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναρός — ή, ό / σθεναρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ. δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος …   Dictionary of Greek

  • σθεναρός — ή, ό επίρρ. ά 1. δυνατός, ισχυρός: Οι πολιορκητές της πόλης υποχώρησαν μπροστά στη σθεναρή αντίσταση των υπερασπιστών της. 2. τολμηρός, γενναίος: Η σθεναρή στάση της Ελλάδας στο Αιγαίο θα αποθαρρύνει τον τουρκικό επεκτατισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σθεναρά — σθεναρός strong neut nom/voc/acc pl σθεναρά̱ , σθεναρός strong fem nom/voc/acc dual σθεναρά̱ , σθεναρός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναρώτερον — σθεναρός strong adverbial comp σθεναρός strong masc acc comp sg σθεναρός strong neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναρῶν — σθεναρός strong fem gen pl σθεναρός strong masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναρόν — σθεναρός strong masc acc sg σθεναρός strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναραί — σθεναρός strong fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναροῖς — σθεναρός strong masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναροῖσιν — σθεναρός strong masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθεναροί — σθεναρός strong masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”