- σομφότης
σομφότης, ητος, ἡ, Schwammigkeit, Lockerheit, Arist. partt. an. 3, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σομφότης, ητος, ἡ, Schwammigkeit, Lockerheit, Arist. partt. an. 3, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σομφότης — sponginess fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σομφότητα — σομφότης sponginess fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σομφότητι — σομφότης sponginess fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σομφότητα — η / σομφότης, ητος, ΝΑ [σομφός] το να είναι κάτι σομφό, σπογγώδες … Dictionary of Greek