- σηψι-δακής
σηψι-δακής, ές, durch den Biß Fäulniß verursachend, φαλάγγιον, Plat. bei Arist. top. 6, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σηψι-δακής, ές, durch den Biß Fäulniß verursachend, φαλάγγιον, Plat. bei Arist. top. 6, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμοδακής — θυμοδακής, ές (Α) αυτός που δαγκώνει την καρδιά, αυτός που προξενεί λύπη στην καρδιά («θυμοδακὴς γὰρ μῡθος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + δακής (< δάκος «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. σηψι δακής, ωμο δακής] … Dictionary of Greek