- σοφισματικός
σοφισματικός, zum σόφισμα gehörig, Sp., bes. ὁ σ. = σοφιστής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σοφισματικός, zum σόφισμα gehörig, Sp., bes. ὁ σ. = σοφιστής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σοφισματικός — ή, όν, Α [σόφισμα, ίσματος] σοφιστικός … Dictionary of Greek