- σοφιστήριον
σοφιστήριον, τό, der Lehrort oder Lehrsaal eines Sophisten, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σοφιστήριον, τό, der Lehrort oder Lehrsaal eines Sophisten, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σοφιστήριον — τὸ, Α τόπος διδασκαλίας ενός σοφιστή, διδασκαλείο σοφιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφίζω / ομαι + επίθημα τήριον (πρβλ. δικασ τήριον)] … Dictionary of Greek
σοφιστήρια — σοφιστήριον school of sophistry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)