σοφιστεία

σοφιστεία

σοφιστεία, , die Kunst eines Sophisten im Reden u. Disputiren, sophistische Kniffe u. Redekünsteleien, Sp., wie Plut. prof. virt. sent. p. 251; Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σοφιστεία — σοφιστείᾱ , σοφιστεία sophistry fem nom/voc/acc dual σοφιστείᾱ , σοφιστεία sophistry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστείᾳ — σοφιστείᾱͅ , σοφιστεία sophistry fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστεία — η, ΝΑ [σοφιστεύω / ομαι] η τέχνη τού σοφιστή («κατὰ τὴν σοφιστείαν τοσοῡτον τοὺς ἄλλους ὑπερέβαλεν», Διόδ.) νεοελλ. σόφισμα αρχ. 1. σοφία 2. ως κύριο όν. Σοφιστεία τίτλος έργου τού Ερμαγόρου τού Αμφιπολίτου …   Dictionary of Greek

  • σοφιστεία — η 1.λογικό σφάλμα, σόφισμα: Όλατα επιχειρήματά του αποδείχτηκαν τελικά σοφιστείες. 2. η τέχνη του σοφιστή: Είναι ακαταμάχητος στη σοφιστεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοφιστείας — σοφιστείᾱς , σοφιστεία sophistry fem acc pl σοφιστείᾱς , σοφιστεία sophistry fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστείαν — σοφιστείᾱν , σοφιστεία sophistry fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστειῶν — σοφιστεία sophistry fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστείαις — σοφιστεία sophistry fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • ακροβατισμός — ο 1. επίδειξη ακροβατικών ασκήσεων, ακροβασία 2. παρακινδυνευμένη ή και πονηρή, έντεχνη ενέργεια 3. σοφιστικό επιχείρημα, σοφιστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακροβάτης ή ακροβατώ + κατάλ. ισμός] …   Dictionary of Greek

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”