σοφιστικός

σοφιστικός

σοφιστικός, den Sophisten betreffend; βίος, Plat. Phaedr. 248 e; ἡ σοφιστική, die Kunst des Sophisten, Prot. 316 d; sophistisch, d. i. künstlich redend, arglistig und trügerisch im Disputiren, μὴ σοφιστικούς, ἀλλὰ σοφοὺς καὶ ἀγαϑούς, Xen. Cyn. 13, 7; Luc. Prom. 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σοφιστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικός — ή, ό / σοφιστικός, ή, όν, ΝΑ [σοφιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοφιστή 2. χαρακτηριστικός τού σοφιστή, δηλαδή απατηλός, ψευδής (α. «σοφιστικά επιχειρήματα» β. «ἐροῡμεν σοφὸν ἢ σοφιστικόν», Πλάτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. η σοφιστική η… …   Dictionary of Greek

  • σοφιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σοφιστή ή τη σοφιστεία, απατηλός: Τους έπεισε σ όλα με τη σοφιστική ικανότητα που διαθέτει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοφιστικά — σοφιστικός of neut nom/voc/acc pl σοφιστικά̱ , σοφιστικός of fem nom/voc/acc dual σοφιστικά̱ , σοφιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικώτερον — σοφιστικός of adverbial comp σοφιστικός of masc acc comp sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικῶν — σοφιστικός of fem gen pl σοφιστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικόν — σοφιστικός of masc acc sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικώτατον — σοφιστικός of masc acc superl sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικαῖς — σοφιστικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικαί — σοφιστικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστικοῖς — σοφιστικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”