σοφιστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικός — ή, ό / σοφιστικός, ή, όν, ΝΑ [σοφιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοφιστή 2. χαρακτηριστικός τού σοφιστή, δηλαδή απατηλός, ψευδής (α. «σοφιστικά επιχειρήματα» β. «ἐροῡμεν σοφὸν ἢ σοφιστικόν», Πλάτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. η σοφιστική η… … Dictionary of Greek
σοφιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σοφιστή ή τη σοφιστεία, απατηλός: Τους έπεισε σ όλα με τη σοφιστική ικανότητα που διαθέτει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σοφιστικά — σοφιστικός of neut nom/voc/acc pl σοφιστικά̱ , σοφιστικός of fem nom/voc/acc dual σοφιστικά̱ , σοφιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικώτερον — σοφιστικός of adverbial comp σοφιστικός of masc acc comp sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικῶν — σοφιστικός of fem gen pl σοφιστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικόν — σοφιστικός of masc acc sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικώτατον — σοφιστικός of masc acc superl sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικαῖς — σοφιστικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικαί — σοφιστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικοῖς — σοφιστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)