σητάνιος — of this year masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητάνιος — ον, Α βλ. σητάνειος … Dictionary of Greek
σητανίους — σητάνιος of this year masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητάνιοι — σητάνιος of this year masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητανίων — σητάνιον neut gen pl σητάνιος of this year fem gen pl σητάνιος of this year masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητάνιον — neut nom/voc/acc sg σητάνιος of this year masc acc sg σητάνιος of this year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητάνειος — και σητάνιος και σατάνιος, ον, Α βλ. τητάνιος … Dictionary of Greek
σητανώδης — ῶδες, Α ο τητάνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σητάνιος, άλλο τ. τού τητάνιος «φετινός»] … Dictionary of Greek
τητάνιος — και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, ον, Α 1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής τής χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ. β. «σητάνεια κρόμμυα») 2. (για σιτάρι)… … Dictionary of Greek
σητανίοις — σητάνιον neut dat pl σητάνιος of this year masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σητανίου — σητάνιον neut gen sg σητάνιος of this year masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)