- προς-λάζομαι
προς-λάζομαι, poet. statt προςλαμβάνω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-λάζομαι, poet. statt προςλαμβάνω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσαναπλάσασθαι — πρός , ἀνά , ἀπό λάζομαι seize aor inf mp πρός , ἀνά , ἀπό λάζω aor inf mid πρόσ ἀναπλάσσω form anew aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek