σησαμαῖος, aus Sesam gemacht, πλακοῦς, Luc. pisc. 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σησαμαῖος — made of sesame masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σησαμαίος — αία, ον, Α (για διάφορα γλυκίσματα) παρασκευασμένος με σουσάμι, σουσαμένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. αῖος (πρβλ. σπορ αῖος)] … Dictionary of Greek