- σηστός
σηστός, gesiebt, gesichtet; σηστή war ein Spottbeiname der Phryne, weil sie ihre Liebhaber rein ausbeutelte, Ath. XIII, 591 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σηστός, gesiebt, gesichtet; σηστή war ein Spottbeiname der Phryne, weil sie ihre Liebhaber rein ausbeutelte, Ath. XIII, 591 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σηστός — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστός — the sifter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηστός — Πόλη της αρχαίας Θράκης, απέναντι από την Άβυδο της ασιατικής ακτής. Ήταν αποικία των Αιολέων και αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως το 513 π.Χ. ο Δαρείος είχε περάσει από τη Σ. όταν γύριζε από την εκστρατεία του εναντίον… … Dictionary of Greek
Σηστός — η αρχαία πόλη στις ακτές του Ελλησπόντου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σηστοῖο — Σηστός fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστοῖο — σηστός the sifter masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηστοῦ — Σηστός fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστοῦ — σηστός the sifter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηστῷ — Σηστός fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστῷ — σηστός the sifter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηστόν — Σηστός fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)