- σηράγγιον
σηράγγιον, τό, dim. von σῆραγξ. S. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σηράγγιον, τό, dim. von σῆραγξ. S. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σηράγγιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηράγγιον — τὸ, Α [σῆραγξ, αγγος] υποκορ. ονομασία σπηλαίου στον Πειραιά, όπου υπήρχε βαλανείο … Dictionary of Greek
σηραγγίῳ — σηράγγιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήραγγος — Με το όνομα αυτό αναφέρεται μυθολογικός ήρωας στον αρχαίο Πειραιά, ο οποίος κατοικούσε σε φυσικό άνοιγμα σαν σπηλιά, στην περιοχή της Μουνιχίας (Σηράγγιον). Ο Σ. σχετίζεται με κάποια δύναμη, η οποία παρουσιαζόταν σε διάφορα μέρη και έπαιρνε το… … Dictionary of Greek
Μούνιχος — Ήρωας, επώνυμος του λιμανιού της Μουνιχίας, ενός από τα στρατιωτικά λιμάνια του Πειραιά. Ήταν γιος του Παντακλή ή Πεντευκλή. Σύμφωνα με μια εκδοχή, όταν οι Θράκες τον έδιωξαν από τον Ορχομενό, πήγε με τους οπαδούς του Μινύες και εγκαταστάθηκε… … Dictionary of Greek