- σηραγγ-ώδης
σηραγγ-ώδης, ες, höhlenartig, voll Höhlen, porös, löcherig, Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σηραγγ-ώδης, ες, höhlenartig, voll Höhlen, porös, löcherig, Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχιοσηραγγώδης — ες φρ. «ισχιοσηραγγώδης μυς» μικρός μυς τού περινέου, ο οποίος καλύπτει τη βάση τού στυτικού ιστού τού πέους και τής κλειτορίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + σηραγγ ώδης (< σήραγξ + καταλ. ώδης). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως… … Dictionary of Greek