- σορωνίς
σορωνίς, ίδος, ἡ, auch σωρωνίς, eine alte Tanne, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σορωνίς, ίδος, ἡ, auch σωρωνίς, eine alte Tanne, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σορωνίς — Α βλ. σαρωνίς … Dictionary of Greek
σαρωνίς — και σορωνίς, ίδος, ἡ, Α 1. πολύχρονη δρυς με εσωτερικό κοίλωμα, με κουφάλα 2. (κατά τον Ησύχ.) «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῑαι δρύες». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση τής λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος… … Dictionary of Greek