- σηπιδάριον
σηπιδάριον, τό, = Folgdm; com. bei Ath. III, 86 e; Poll. 6, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σηπιδάριον, τό, = Folgdm; com. bei Ath. III, 86 e; Poll. 6, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σηπιδάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπιδάριον — τὸ, Α μικρή σουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηπίδιον «μικρή σουπιά» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
σηπιδάρια — σηπιδάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)