- σηπεδόνη
σηπεδόνη, ἡ, f. L. bei Eryc. ep. 9, 4 (IX, 233).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σηπεδόνη, ἡ, f. L. bei Eryc. ep. 9, 4 (IX, 233).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χύδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «χύδην όχλος» συρφετός, πλήθος αμόρφωτων ανθρώπων μσν. αρχ. χυτά, χύμα, ανάμικτα, ανακατεμένα (α. «οὐ χρὴ χύδην ἀλλὰ κατὰ γένος κεχωρισμένως φυτεύειν», Γεωπ. β. «πολλῶν ὁμοῡ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῑς ἠναγκασμένων… … Dictionary of Greek