- σμέρδος
σμέρδος, erkl. Hesych. λῆμα, δύναμις, ὅρμημα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμέρδος, erkl. Hesych. λῆμα, δύναμις, ὅρμημα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμέρδος — Α (κατά τον Ησύχ.) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τής λ. με το επίθ. σμερδαλέος*, πιθ. λόγω τής τρομακτικής όψης τού ψαριού, καθώς και η θεώρηση τού τ. ως εσφαλμένης γραφής αντί τού σμαρίς] … Dictionary of Greek