- σαλαΐζω
σαλαΐζω, in der Unruhe, Angst klagen, schreien, Anacr. bei E. M. wo es ϑρηνεῖν erkl. wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλαΐζω, in der Unruhe, Angst klagen, schreien, Anacr. bei E. M. wo es ϑρηνεῖν erkl. wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλαίζω — cry out in distress pres subj act 1st sg σαλαίζω cry out in distress pres ind act 1st sg σαλαΐζω , σαλαίζω cry out in distress pres subj act 1st sg σαλαΐζω , σαλαίζω cry out in distress pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλαΐζω — ΝΑ νεοελλ. σαλαγώ αρχ. κραυγάζω θρηνητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] … Dictionary of Greek
σαλαίζειν — σαλαίζω cry out in distress pres inf act (attic epic) σαλαΐζειν , σαλαίζω cry out in distress pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλαϊσμός — ὁ, Α [σαλαΐζω] (κατά τον Ησύχ.) «κωκυτός» … Dictionary of Greek
σαλαγώ — και σαλαγάω και σαλαΐζω 1. μτβ., οδηγώ το κοπάδι με φωνές: Σαλαγάει τα πρόβατα. 2. αμτβ., προκαλώ θόρυβο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)