- σμηνών
σμηνών, ῶνος, ὁ, Bienenhaus, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμηνών, ῶνος, ὁ, Bienenhaus, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμηνῶν — σμήνη fem gen pl σμη̱νῶν , σμῆνος beehive neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμήνων — Σμῆνος beehive masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… … Dictionary of Greek
ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… … Dictionary of Greek
μεθεσμός — ο το δεύτερο σμήνος μελισσών που βγαίνει από την κυψέλη την άνοιξη και μετά το οποίο ακολουθούν και άλλες έξοδοι σμηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἑσμός (< ἕζομαι «κάθομαι»] … Dictionary of Greek
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
σμηνιών — και σμηνών και ζμηνών, ῶνος, ὁ, Α τόπος γεμάτος από κυψέλες μελισσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + επίθημα (ι)ών (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek
άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… … Dictionary of Greek
κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… … Dictionary of Greek
Λίβιτ, Ανριέτ — (Henriette Leavitt, Λάνκαστερ, Μασαχουσέτη 1868 – 1921). Αμερικανίδα αστρονόμος. Εργαζόταν στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και το όνομά της συνδέεται με έναν αστρονομικό νόμο. Σύμφωνα με αυτόν, είναι δυνατός ο προσδιορισμός της απόλυτης λαμπρότητας … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek