σαθέριον, τό, ein in Flüssen lebendes Thier, Fischotter od. Biber, Arist. H. A. 8, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαθέριον — beaver neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαθέριον — τὸ, Α πιθ. είδος κάστορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek