- σαλάμβη
σαλάμβη, ἡ, auch σαλάβη, Loch, Oeffnung, Rauchfang; Soph. frg. 940 u. VLL., die ὀπή, καπνοδόκη erklären; Lycophr. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλάμβη, ἡ, auch σαλάβη, Loch, Oeffnung, Rauchfang; Soph. frg. 940 u. VLL., die ὀπή, καπνοδόκη erklären; Lycophr. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλάμβη — vent hole fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλάμβῃ — σαλάμβη vent hole fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλάμβη — και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., σαλάβη, ἡ, Α (ποιητ. τ.) φεγγίτης ή καπνοδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, όχι τόσο πιθανή, η λ. προέρχεται από τη Σημιτική] … Dictionary of Greek
σαλάμβην — σαλάμβη vent hole fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλαμβαι — σαλάμβη vent hole fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SALAMBO — Hesych. Σαλαμβὼ, ἡ Α᾿φροδίτη παρὰ Βαβυλωνίοις. Lamprid. in Heliogabalo c. 7. Salambonem etiam omni planctu et iactatione Syriaci cultûs exhibuit. Non tamen Syra haec appellatio, vel Babylonica, sed a Syromacedonibus imposita, cum Σαλάμβη et… … Hofmann J. Lexicon universale
σάλαβος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) σαλάμβη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σαλάβη / σαλάμβη*] … Dictionary of Greek
σαλάμβας — σαλάμβᾱς , σαλάμβη vent hole fem acc pl σαλάμβᾱς , σαλάμβη vent hole fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλάβη — ἡ, Α (δ. γρφ.) βλ. σαλάμβη … Dictionary of Greek
σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… … Dictionary of Greek