σαλάκων — σάλαξ miner s sieve masc gen pl σαλάκων pretentious person masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλάκων — ωνος, ὁ, Α ματαιόδοξος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, ακος «κόσκινο» + κατάλ. ων (πρβλ. γάστρ ων)] … Dictionary of Greek
σαλάκωνα — σαλάκων pretentious person masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλάκωνας — σαλάκων pretentious person masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλάκωνες — σαλάκων pretentious person masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλάκωνι — σαλάκων pretentious person masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλάκωνος — σαλάκων pretentious person masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нахал — нахальный. Прежде всего связано с болг. охален зажиточный ; с др. ступенью вокализма: болг. охолен довольный , охол надменный , сербохорв. о̀хол высокомерный, чванный , о хо̀ла высокомерие, чванство , словен. оhо̑l надменный , также холить,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σαλακωνεία — και σαλακωνία, ἡ, Α [σαλάκων] ματαιοδοξία, αλαζονεία … Dictionary of Greek
σαλακωνεύομαι — και σαλακωνίζομαι και ενεργ. τ. σαλακωνίζω Α [σαλάκων] υπερηφανεύομαι, φέρομαι αλαζονικά, φέρομαι με ματαιοδοξία … Dictionary of Greek