- σαλεία
σαλεία, ἡ, Bewegung, Unruhe, zw., s. σαλία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλεία, ἡ, Bewegung, Unruhe, zw., s. σαλία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαλεία — ἡ, Α [σαλεύω] 1. ασταθής κίνηση, κυματισμός 2. μτφ. ταραχή, ανησυχία … Dictionary of Greek