- σμηκτικός
σμηκτικός, zum Reiben, Abwischen, Reinigen gehörig. geschickt, Diosc. u. a. Sp., wie Luc. amor. 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμηκτικός, zum Reiben, Abwischen, Reinigen gehörig. geschickt, Diosc. u. a. Sp., wie Luc. amor. 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμηκτικός — purgative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηκτικός — ή, ό / σμηκτικός, ή, όν, ΝΑ [σμήκτης] 1. ο σχετικός με το σμήγμα ή με τη σμήξη 2. (κυρίως για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική δύναμη («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», Αθήν.) νεοελλ. φρ. α) «σμηκτική κατάσταση» φυσ. χημ.… … Dictionary of Greek
σμηκτικά — σμηκτικός purgative neut nom/voc/acc pl σμηκτικά̱ , σμηκτικός purgative fem nom/voc/acc dual σμηκτικά̱ , σμηκτικός purgative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηκτικώτερον — σμηκτικός purgative adverbial comp σμηκτικός purgative masc acc comp sg σμηκτικός purgative neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηκτικῶν — σμηκτικός purgative fem gen pl σμηκτικός purgative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηκτικόν — σμηκτικός purgative masc acc sg σμηκτικός purgative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηκτικώτατον — σμηκτικός purgative masc acc superl sg σμηκτικός purgative neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηκτικαῖς — σμηκτικός purgative fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηκτικαί — σμηκτικός purgative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηκτικοί — σμηκτικός purgative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηκτικοῦ — σμηκτικός purgative masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)