σαθρότης

σαθρότης

σαθρότης, ητος, ἡ, der Zustand eines schwachen, schadhaften, zerbrechlichen Dinges, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σαθρότης — unsoundness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρότητα — σαθρότης unsoundness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρότητι — σαθρότης unsoundness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρότητος — σαθρότης unsoundness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρότητα — η / σαθρότης, ητος, ΝΜΑ [σαθρός] έλλειψη στερεότητας και αντοχής, το επισφαλές πραγμάτων ή καταστάσεων (| νεοελλ. έλλειψη βάσης στις αντιλήψεις κάποιου …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՐԽԱԼԱՆՔ — (նաց.) NBH 1 0931 Chronological Sequence: Unknown date գ. σαθρότης pravitas. Խարխուլն գոլ. դեդեւանք. գայթումն. սխալանք. վատթարութիւն. *(Յընդարձակ ճանապարհի) բազում խարխալանք, եւ վնասք. Ոսկ. ՟Ա. 24 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”