- σαμβῡκίστρια
σαμβῡκίστρια, ἡ, eine die Sambyke Spielende; Plut. Cleom. 35; Philem. bei Ath. IV, 175 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαμβῡκίστρια, ἡ, eine die Sambyke Spielende; Plut. Cleom. 35; Philem. bei Ath. IV, 175 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαμβυκίστρια — η, ΝΑ βλ. σαμβυκιστής … Dictionary of Greek
Самбика — Самбика, самбука (греч. σαμβύκη, лат. sambuca) древнегреческий струнный щипковый инструмент типа треугольной арфы, вероятно, завезённый в Грецию с Ближнего Востока. Большинство авторов описывают самбику как инструмент небольшого размера с… … Википедия
σαμβυκιστής — ο, θηλ. σαμβυκίστρια, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) άτομο που έπαιζε την σαμβύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαμβύκη + κατάλ. ιστής (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
σαμβύκη — η, ΝΑ έγχορδο οξύφθογγο μουσικό όργανο τών αρχαίων, τριγωνικού σχήματος, είδος άρπας με τέσσερεις ή και περισσότερες χορδές το οποίο χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην Συρία, στην Φοινίκη και στην Αίγυπτο, αλλά ήλθε και στην Ελλάδα αρχ. 1. (στους… … Dictionary of Greek