- σανίδωμα
σανίδωμα, τό, eine Decke, Lage von Brettern, bes. das Schiffsverdeck; nach Pol. 6, 23, 3 besteht der römische Schild ἐκ διπλοῠ σανιδώματος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σανίδωμα, τό, eine Decke, Lage von Brettern, bes. das Schiffsverdeck; nach Pol. 6, 23, 3 besteht der römische Schild ἐκ διπλοῠ σανιδώματος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σανίδωμα — planking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανίδωμα — το, ΝΑ [σανιδῶ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σανιδώνω, η επίστρωση, η επικάλυψη με σανίδες, σανίδωση 2. συνεκδ. α) πάτωμα από σανίδες β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την επίστρωση πατώματος αρχ. 1. (ιδίως) το κατάστρωμα πλοίου («τῶν … Dictionary of Greek
σανίδωμα — το, ατος 1. επίστρωση με σανίδες. 2. επίστρωμα με σανίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σανιδωμάτων — σανίδωμα planking neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανιδώμασι — σανίδωμα planking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανιδώμασιν — σανίδωμα planking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανιδώματα — σανίδωμα planking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανιδώματι — σανίδωμα planking neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανιδώματος — σανίδωμα planking neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύφακτο — το και δρύφακτος και δρυφάκτης, ο (AM δρύφακτος, ο) ξύλινο κιγκλίδωμα που διαχωρίζει έναν χώρο, κάγκελα νεοελλ. 1. ελαφρό σανίδωμα που επεκτείνει την πλευρά τού πλοίου πέρα από το κατάστρωμα για μετριασμό τής εισροής τών υδάτων, στηθαίο, θωράκιο … Dictionary of Greek
λιμναίος οικισμός — Οικισμός που δημιουργείται από καλύβες ορθωμένες πάνω σε ένα σανίδωμα, το οποίο υποστηρίζεται από πασσάλους μπηγμένους στον πυθμένα ή στις όχθες μιας λίμνης ενός βάλτου ή ενός τενάγους από τύρφη. Αρκετά διαδεδομένοι κατά τη νεολιθική εποχή (περ.… … Dictionary of Greek