- προς-ληπτικός
προς-ληπτικός, ή, όν, dazu nehmend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ληπτικός, ή, όν, dazu nehmend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληπτικός — ληπτικός, ή, όν (Α) [ληπτός] 1. ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί κάτι 2. αφομοιωτικός, σε αντιδιαστολή προς τον εκκριτικό … Dictionary of Greek