- σανδαλίσκος
σανδαλίσκος, ὁ, dim. von σάνδαλον, Ar. Ran. 405.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σανδαλίσκος, ὁ, dim. von σάνδαλον, Ar. Ran. 405.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σανδαλίσκος — ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
σανδαλίσκον — σανδαλίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
σαμβαλίσκος — ὁ, Α (αιολ. τ.) βλ. σανδαλίσκος … Dictionary of Greek