- σανδαρακούργιον
σανδαρακούργιον, τό, Grube, in der rothes Auripigment gegraben wird, Strab. 12, 3, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σανδαρακούργιον, τό, Grube, in der rothes Auripigment gegraben wird, Strab. 12, 3, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σανδαρακουργείον — και σανδαρακούργιον, τὸ, Α ορυχείο εξαγωγής σανδαράκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + ουργεῖον (< ουργός < ἔργον), πρβλ. πλινθ ουργεῖον / πλινθ ούργιον] … Dictionary of Greek