- σαββατικός
σαββατικός, zum Sabbath gehörig; dah. πόϑος, Mel. 83 (V, 160), Liebe zu einem Juden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαββατικός, zum Sabbath gehörig; dah. πόϑος, Mel. 83 (V, 160), Liebe zu einem Juden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σαββατικός — for a Jew masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαββατικός — ή, ό / σαββατικός, ή, όν, ΝΜΑ [Σάββατον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σάββατο, σαββατιάτικος 2. φρ. (στους Εβραίους) α) «σαββατικό(ν) έτος» κάθε έβδομο έτος κατά το οποίο η γη έμενε ακαλλιέργητη λόγω αγραναπαύσεως β) «σαββατικός μην» ο… … Dictionary of Greek
σαββατικός — ή, ό 1. σαββατιάτικος. 2. αυτός που έρχεται έβδομος στη σειρά των ετών ή των μηνών: Σαββατικό έτος. – Σαββατικός μήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαββατικόν — Σαββατικός for a Jew masc acc sg Σαββατικός for a Jew neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαββατικαῖς — Σαββατικός for a Jew fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαββατικοῦ — Σαββατικός for a Jew masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαββατικούς — Σαββατικός for a Jew masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαββατικῆς — Σαββατικός for a Jew fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαββατικήν — Σαββατικός for a Jew fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαββατιαίος — α, ο, Ν σαββατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατο + κατάλ. ιαίος* (πρβλ. μην ιαίος). Η λ., στο θηλ. σαββατιαία (επιθεώρησις), μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek