σακίον

σακίον

σακίον, od. richtiger σάκιον, τό, nach den VLL. att. statt σακκίον; Xen. An. 4, 5, 36, v. l.; vgl. Phryn. p. 257.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σακίον — τὸ, Α (αττ. τ.) βλ. σακκίον …   Dictionary of Greek

  • σακίον — σακκίον small bag neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακί — το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [σάκ(κ)ος] (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος νεοελλ. 1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι 2. (κατ επέκτ.) το… …   Dictionary of Greek

  • σακκίον — και αττ. τ. σακίον, τὸ Α βλ. σακί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”