προς-ονομασία

προς-ονομασία

προς-ονομασία, , Benennung, D. L. 7, 107.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …   Dictionary of Greek

  • μικρόμετρο — Ονομασία δύο οργάνων με διαφορετικά χαρακτηριστικά (οπτικό μ. και τεχνικό μ.), τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση ακόμα και πολύ μικρών μηκών με μεγάλη ακρίβεια. Το τεχνικό μ. (ελεγκτήρας, πάλμερ, κοχλίας), χρησιμοποιείται πολύ στα… …   Dictionary of Greek

  • Γόρτυς — Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Αρκαδίας χτισμένη στις όχθες του ποταμού Γορτυνίου. Αναφέρεται επίσης με την ονομασία Γόρτυνα. Από τα ευρήματα των ανασκαφών, που ξεκίνησαν το 1941 Γάλλοι αρχαιολόγοι, φαίνεται ότι η πόλη ή… …   Dictionary of Greek

  • Ιβηρία — Ονομασία δύο περιοχών της Ευρώπης κατά την αρχαιότητα. 1. Η περιοχή όπου κατοικούσαν οι Ίβηρες, στον χώρο της σημερινής Ισπανίας. Η ονομασία προσδιορίζει ιδιαίτερα το βορειοανατολικό τμήμα της χερσονήσου. Αργότερα, οι Ίβηρες κατόρθωσαν να… …   Dictionary of Greek

  • αντικατοπτρισμός — Ονομασία διαφόρων οπτικών φαινομένων, τα οποία οφείλονται στο γεγονός ότι υπό καθορισμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες οι φωτεινές ακτίνες παθαίνουν μια καμπύλωση, εξαιτίας της οποίας φτάνουν στο μάτι δύο είδωλα του ίδιου αντικειμένου. Ο α. οφείλεται… …   Dictionary of Greek

  • Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • Φλόρες — Ονομασία ενός διαμερίσματος της Ουρουγουάης και δύο νησιών. 1. Νομός της Ουρουγουάης, στα NΔ της χώρας. Έχει έκταση 5.133 τ. χλμ. και πληθυσμό 24.684 κατ. Πρωτεύουσα είναι η Τρινιτάντ (15.455 κάτ.). 2. Νησί του αρχιπελάγους των Αζορών. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • ιμβερτοσάκχαρο — Ονομασία του μείγματος γλυκόζης και φρουκτόζης που προέρχεται από την υδρόλυση της σακχαρόζης. H σακχαρόζη στρέφει το επίπεδο του πολωμένου φωτός προς τα δεξιά, ενώ το ι. στρέφει το επίπεδο προς τα αριστερά, επειδή η φρουκτόζη έχει μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • Κηφισός — Ονομασία ποταμών της Ελλάδας. 1. Ποταμός (60 χλμ.) της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ο οποίος σήμερα ονομάζεται Μαυρονέρι. Πηγάζει από τους πρόποδες του Παρνασσού και καταλήγει στη βοιωτική πεδιάδα, την οποία αρδεύει. Ο Κ. δέχεται δύο παραπόταμους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”