- σαγαπηνίζω
σαγαπηνίζω, dem σαγάπηνον an Geruch oder Ge-schmack ähneln, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαγαπηνίζω, dem σαγάπηνον an Geruch oder Ge-schmack ähneln, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαγαπηνίζω — Α [σαγάπηνον] έχω οσμή ή γεύση όμοια με σαγάπηνο … Dictionary of Greek
σαγαπηνιζούσῃ — σαγαπηνίζω Ferula persica pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)